σκώληξ

σκώληξ
4663 σκώληξ
{сущ., 3}
червь, червяк (о червях, разъедающих мертвые тела).
Ссылки: Мк. 9:44, 46, 48.*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σκώληξ" в других словарях:

  • σκώληξ — worm masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκώληξ — ηκος, ὁ, ΜΑ βλ. σκώληκας …   Dictionary of Greek

  • σκωλήκων — σκώληξ worm masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκώληκα — σκώληξ worm masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκώληκας — σκώληξ worm masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκώληκες — σκώληξ worm masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκώληκι — σκώληξ worm masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκώληκος — σκώληξ worm masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκώληξι — σκώληξ worm masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκώληξιν — σκώληξ worm masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκώληκας — ο / σκώληξ, ηκος, ΝΜΑ, και σκούληκας Ν 1. ζώο το οποίο έχει επίμηκες αρθρωτό και συσταλτό σώμα και στερείται σκελετού και άκρων, το σκουλήκι 2. η προνύμφη τών εντόμων, κάμπια νεοελλ. 1. ανατ. λόβιο τής παρεγκεφαλίδας 2. στον πληθ. οι σκώληκες… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»